- ριζογενής
- -ές, Ν(για βλαστούς, φύλλα ή άνθη) αυτός που φυτρώνει αμέσως από τη ρίζα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizogen (< ρίζα + -γενής < γένος < γίγνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek